- συναροτριώ
- -άω, Αοργώνω μαζί ή ταυτόχρονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αροτριώ — ἀροτριῶ ( άω και όω) (AM) οργώνω, σκάβω τη γη με άροτρο (η μτχ. τὰ ἀροτριῶντα, ως ουσ. με παράλειψη της λ. κτήνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αροτρίασις. ΣΥΝΘ. συναροτριώ αρχ. εξαροτριώ αρχ. μσν. προαροτριώ] … Dictionary of Greek